- βαρβάρᾳ
- βαρβάρᾱͅ , βαρβάραplasterfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρβάρα — βαρβάρᾱ , βαρβάρα plaster fem nom/voc/acc dual βαρβάρᾱ , βαρβάρα plaster fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαρβάρα — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ., 613 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αρναίας του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρναίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού… … Dictionary of Greek
βάρβαρα — βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαρβάρα αγία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση, μαρτύρησε την περίοδο του Μαξιμίνου (235 239) στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, ενώ σύμφωνα με τον Συμεών τον μεταφραστή, μαρτύρησε στο τέλος του 3ου αι. στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου. Λέγεται … Dictionary of Greek
Αγία Βαρβάρα — Sp Agia Varvarà Ap Αγία Βαρβάρα/Agia Varvara L Kreta, C ir V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αγία Βαρβάρα — I Μικρό νησί σε ελάχιστη απόσταση από τον μυχό του κόλπου των Μαλίων στη βορειοανατολική Κρήτη. Στο νησί βρέθηκαν τάφοι και σπίτια μεσομινωικής εποχής. Ήταν κατοικημένο έως την αρχαϊκή εποχή. Με το ίδιο όνομα υπάρχουν στην Ελλάδα τρία ακρωτήρια:… … Dictionary of Greek
Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, Βαρβάρα — (Αργοστόλι 1897 – 1975). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στο πολυτεχνείο ιχνογραφία καλλιγραφία, στην ακαδημία καλών τεχνών της Λειψίας ζωγραφική και στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού… … Dictionary of Greek
Κρίντενερ-Βίτινγοφ, Βαρβάρα Ιουλιάνα — (Varvara Yuliana Kryudener, 1764 – Κριμαία 1824). Ρωσίδα λογία. Ήταν κόρη του μυστικοσύμβουλου Βίτινγοφ. Παντρεύτηκε τον βαρόνο φον Κρίντενερ, ο οποίος ήταν πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βενετία, αλλά μετά από λίγο καιρό χώρισε και εγκαταστάθηκε στη… … Dictionary of Greek
βαρβάρας — βαρβάρᾱς , βαρβάρα plaster fem acc pl βαρβάρᾱς , βαρβάρα plaster fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάραν — βαρβάρᾱν , βαρβάρα plaster fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)